- οἰοπέδιλος
- οἰο-πέδῑλος, ον,A with but one sandal, A.R.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιοπέδιλος — οἰοπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ένα πέδιλο μόνον, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πέδιλον (πρβλ. μονο πέδιλος)] … Dictionary of Greek
οἰοπέδιλον — οἰοπέδιλος with but one sandal masc/fem acc sg οἰοπέδιλος with but one sandal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)